- Πηγασειος
- Πηγάσειος3(ᾰ) пегасов
(Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πηγάσειος — εία, ον, Α αυτός που ανήκει στον Πήγασο («Πηγάσειον... πτερόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + κατάλ. ειος (πρβλ. πηγάν ειος)] … Dictionary of Greek
Πηγάσειον — Πηγάσειος Pro Quinct. masc acc sg Πηγάσειος Pro Quinct. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)